Ανακατασκευή κτιρίων, η νέα τάση διεθνώς στο real estate
Σημαντικές επενδυτικές προοπτικές συγκεντρώνει η αγορά ακινήτων της Αττικής για το 2023, σύμφωνα με τις προβλέψεις ξένων και εγχώριων θεσμικών επενδυτών, οι οποίοι συμμετείχαν στην τελευταία ετήσια έρευνα Emerging Trends in Real Estate που πραγματοποιεί η PwC για λογαριασμό του Urban Land Institute (ULI).
«Η Αττική διαθέτει σημαντικές προοπτικές μελλοντικής ανόδου των αξιών των επενδυτικών ακινήτων αλλά και των ενοικίων», παρότι κατά τη φετινή έρευνα παραμένει στην 23η θέση της πανευρωπαϊκής κατάταξης, μεταξύ 30 πόλεων, χωρίς αλλαγές από πέρυσι. Με δεδομένο ότι από πέρυσι η κατάταξη προκύπτει και με βάση το μέγεθος της εκάστοτε αγοράς, η θέση της Αθήνας κρίνεται ικανοποιητική.
Οπως αναφέρει ένας από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, διαχειριστής επενδυτικών κεφαλαίων ακινήτων, «υπάρχει ακόμα έλλειψη προσφοράς σύγχρονου κτιριακού αποθέματος λόγω της παρατεταμένης ύφεσης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 ετών έχουν γίνει ορισμένες νέες αναπτύξεις κτιρίων γραφείων και εμπορικών κέντρων, αλλά οι επενδυτικές ευκαιρίες εξακολουθούν να υφίστανται».
Σύμφωνα με τον κ. Τάσο Κοτζαναστάση, εκτελεστικό μέλος της παγκόσμιας διοικούσας επιτροπής του ULI και διευθύνοντα σύμβουλο της διεθνούς εταιρείας διαχείρισης επενδύσεων ακινήτων 8G Group, «βραχυπρόθεσμα επικρατεί σαφώς μεγάλη απαισιοδοξία για τις προοπτικές της αγοράς ακινήτων το 2023, ιδίως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η αύξηση των επιτοκίων, η μείωση των αξιών των επενδυτικών ακινήτων και η έλλειψη ρευστότητας έχουν επιδεινώσει το κλίμα μεταξύ των επενδυτών».
Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται ξεκάθαρες τάσεις, τόσο εντός όσο κι εκτός Ελλάδας, με «κινητήριο μοχλό» τα κριτήρια ESG. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλά κτίρια τα οποία να πληρούν τα κριτήρια ESG, με αποτέλεσμα να οδεύουν προς την απαξίωση αν δεν επενδυθούν σημαντικά κεφάλαια για την ενεργειακή και λειτουργική τους αναβάθμιση τα επόμενα χρόνια. Οι επενδυτές προτιμούν να αγοράσουν υφιστάμενα ακίνητα και να τα ανακατασκευάσουν, παρά να προχωρήσουν σε νέες αναπτύξεις κτιρίων», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Κοτζαναστάσης. Οπως εξηγεί, η ανακατασκευή είναι σαφώς πιο βιώσιμη λύση, καθώς περιορίζει το αποτύπωμα άνθρακα και γενικότερα την περιβαλλοντική επιβάρυνση. Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι και το οικονομικό σκέλος, καθώς πολλοί επενδυτές αποφεύγουν πλέον τις νέες αναπτύξεις λόγω του υψηλού κόστους κατασκευής από τις ανατιμήσεις των υλικών, που πλέον έχει εξελιχθεί σε πολύ σημαντικό παράγοντα για τέτοιες επενδύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την έρευνα της PwC, το 62% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι η αγορά και ανακατασκευή ενός υφιστάμενου κτιρίου είναι η προτιμητέα επιλογή για την απόκτηση νέων ακινήτων.
Αντίστοιχα, στο επίκεντρο βρίσκεται πλέον και η αλλαγή χρήσης των υφιστάμενων κτιρίων. Με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας, το 54% των ακινήτων που αποκτήθηκαν τον τελευταίο χρόνο από επενδυτικά κεφάλαια άλλαξαν χρήση. Στα γραφεία, η πιο δημοφιλής επιλογή με 64% είναι η μετατροπή τους σε κατοικίες, ενώ ακολουθεί με 18% η μετατροπή τους σε κτίρια μεικτής χρήσης. Αντίστοιχα, σε εμπορικά κέντρα ή πάρκα η πιο δημοφιλής επιλογή με 33% είναι η μετατροπή τους σε κτίρια μεικτής χρήσης, ενώ ακολουθούν οι κατοικίες με 26% και τα logistics με 18%.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/economy